ἀγλαόπαις

ἀγλαόπαις
ἀγλαό-παις, , ,
A rich in fair children, Opp.H.2.41, Epigr.Gr.896 ([place name] Syria).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγλαόπαις — ἀγλαόπαις ( αιδος), ο, η (Α) αυτός που έχει πολλά και ωραία παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + παῖς] …   Dictionary of Greek

  • Ἀγλαόπαις — Ἀγλαόπη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”